Η φτώχεια φέρνει άγχος, αυτό επηρεάζει ιδιαίτερα δύο περιοχές του εγκεφάλου και μειώνει έτσι την ικανότητα της μνήμης των παιδιών, πράγμα που δυσκολεύει τη μάθησή τους, με συνέπεια, όταν μεγαλώσουν, να υστερούν από πλευράς γνώσεων και η φτώχειά τους να αναπαράγεται. Αυτός, με δύο λόγια, είναι ο φαύλος κύκλος, που συμβάλλει, μαζί με άλλους παράγοντες ασφαλώς, στο να διαιωνίζεται η κοινωνική ανισότητα, σύμφωνα με νέα έρευνα νευροεπιστημόνων.
Για πρώτη φορά, πριν τρία χρόνια, η Μάρθα Φαράχ του πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, έδειξε ότι η εν ενεργεία μνήμη (working memory) των φτωχών παιδιών έχει μικρότερη ικανότητα κατά μέσο όσο σε σχέση με την αντίστοιχη μνήμη των παιδιών της μεσαίας τάξης. Το συγκεκριμένο είδος μνήμης αφορά την ικανότητα του ατόμου να διακρατεί πληροφορίες για τρέχουσα (βραχυπρόθεσμη) χρήση, π.χ. έναν τηλεφωνικό αριθμό. Η ικανότητα αυτή θεωρείται ζωτική για πολλές δραστηριότητες, ειδικά εκπαιδευτικές, όπως η εκμάθηση ξένων γλωσσών, η ανάγνωση, η επίλυση προβλημάτων κ.α.
Μετά από αυτή την ανακάλυψη, έρχεται τώρα μια νέα μελέτη, των Γκάρι Έβανς και Μισέλ Σάμπεργκ του πανεπιστημίου Κορνέλ, η οποία δημοσιεύτηκε στο περιοδικό PNAS της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ, σύμφωνα με τον "Εκόνομιστ", για να ρίξει περαιτέρω φως στο φαινόμενο. Σύμφωνα με τους ερευνητές, η μειωμένη ικανότητα της εν ενεργεία μνήμης των φτωχών, σχεδόν σίγουρα αποτελεί συνέπεια του αυξημένου άγχους που έχουν λόγω της ανατροφής τους σε ένα περιβάλλον γεμάτο στερήσεις, ένταση και μειωμένα ερεθίσματα, πράγμα που επηρεάζει αρνητικά την ανάπτυξη του παιδικού εγκεφάλου.
Μελετώντας μεγάλη ομάδα εθελοντών, με βάση μια σειρά δείκτες του άγχους (πίεση αίματος, επίπεδα ορμονών του στρες, σωματικό βάρος κ.α.), οι ερευνητές επιβεβαίωσαν ότι τα φτωχά παιδιά έχουν όντως βιώσει επί χρόνια αυξημένα επίπεδα άγχους κατά την ανάπτυξή τους σε σχέση με τα παιδιά της μεσαίας τάξης.
Όσα παιδιά έχουν περάσει όλη τη ζωή τους στη φτώχεια, μπορούν κατά μέσο όρο να κρατήσουν 8,5 αντικείμενα στη μνήμη τους οποιαδήποτε στιγμή, έναντι 9,4 αντικειμένων ενός παιδιού μεσαίας τάξης, ενώ όσα παιδιά είχαν μικτές οικονομικές και κοινωνικές εμπειρίες, βρίσκονται κάπου στη μέση. Με μια σειρά άλλων τεστ, οι ερευνητές επιβεβαίωσαν ότι η αυτή η διαφορά προκαλείται από τα διαφορετικά επίπεδα συσσωρευμένου άγχους και από τίποτε άλλο.
'Αλλες έρευνες, σε ζώα και ανθρώπους, έχουν δείξει ήδη ότι το αυξημένο στρες μεταβάλλει το επίπεδο και τη δραστηριότητα των νευροδιαβιβαστών στον εγκέφαλο, των χημικών ουσιών δηλαδή που μεταφέρουν σήματα-πληροφορίες μεταξύ των νευρικών κυττάρων. Το στρες επίσης έχει διαπιστωθεί ότι μειώνει την ικανότητα αναγέννησης των νευρώνων στον εγκέφαλο, ενώ -το σημαντικότερο όλων- συρρικνώνει τον όγκο του προμετωπιαίου φλοιού και του ιπποκάμπου, δηλαδή των κατ' εξοχήν εγκεφαλικών περιοχών που σχετίζονται με τη μνήμη και τη νόηση.
Οι επιπτώσεις αυτές στον εγκέφαλο σημαίνουν ότι τα φτωχά παιδιά μαθαίνουν δυσκολότερα, συνεπώς δεν είναι παράξενο που συχνά τα πάνε χειρότερα στο σχολείο και, όχι σπάνια, αδυνατούν, όταν μεγαλώσουν, να σπάσουν πια τις αλυσίδες της φτώχειας.
Το άγχος που βιώνουν οι φτωχοί, πηγάζει κυρίως από το γεγονός ότι βρίσκονται στον "πάτο" της κοινωνικής και οικονομικής κλίμακας. Όπως έδειξαν έρευνες του σερ Μάικλ Μάρμοτ από το Πανεπιστημιακό Κολλέγιο του Λονδίνου (UCL) και άλλων μετέπειτα ερευνητών, οι άνθρωποι στο κατώτερο μέρος της κοινωνικοοικονομικής ιεραρχίας βιώνουν πολύ περισσότερο στρες στην καθημερινή ζωή τους σε σχέση με όσους βρίσκονται στην κορυφή - και οι συνέπειες είναι ορατές στην υγεία τους.
No comments:
Post a Comment