Ακόμα μια ιταλική μελέτη βρήκε ότι η ασπαρτάμη προκαλεί καρκίνους στα ποντίκια. Στην τελευταία παράγραφο της μελέτης, οι ιταλοί ερευνητές αναφέρουν: «Με βάση τα παρόντα ευρήματα, πιστεύουμε ότι δεν πρέπει να καθυστερήσει η επανεξέταση των ρυθμιστικών κανόνων που διέπουν τη χρήση της ασπαρτάμης. Η επανεξέταση είναι ιδιαίτερα επείγουσα για τα αναψυκτικά που καταναλώνονται ευρέως από τα παιδιά».[1]
Η ασπαρτάμη έχει γίνει αντικείμενο έντονης διαμάχης τα τελευταία χρόνια σχετικά με την ασφάλειά της και τον τρόπο που εγκρίθηκε ως πρόσθετο τροφίμων. Επισήμως θεωρείται ασφαλής αλλά η ανησυχία ολοένα και μεγαλώνει. Αν κάποιος θέλει να βγάλει το δικό του συμπέρασμα θα πρέπει να παρακολουθήσει το απίθανο ιστορικό των συμπτώσεων γύρω από την έγκρισή της.
Το ιστορικό μιας διαπλοκής
Η ασπαρτάμη ανακαλύφθηκε τυχαία το 1965 από την αμερικανική φαρμακευτική εταιρεία Searle όταν διεξήγαγε έρευνες για ένα φάρμακο που αφορούσε το έλκος. Η ουσία ήταν 180 φορές πιο γλυκιά από τη ζάχαρη και η Searle προσπάθησε να πάρει την έγκριση της Αμερικανικής Υπηρεσίας Φαρμάκων και Τροφίμων (FDA, Food and Drug Administration) προκειμένου να την κυκλοφορήσει στην αγορά ως γλυκαντικό των τροφίμων.
Η Searle υπέβαλλε την πρώτη αίτησή της για έγκριση το 1973 προσκομίζοντας μελέτες που η ίδια είχε κάνει και έδειχναν ότι η ασπαρτάμη ήταν ασφαλής. Ωστόσο διατυπώθηκαν ορισμένες επιστημονικές αντιρρήσεις. Σε θερμοκρασία άνω των 30 βαθμών Κελσίου, όπως επικρατεί μέσα στο σώμα, η ασπαρτάμη διασπάται σε φαινυλαλανίνη, ασπαρτικό οξύ και μεθανόλη. Ένα μόριο ασπαρτάμης παρέχει ένα μόριο κάθε μιας από αυτές τις τρεις ουσίες.
Η φαινυλαλανίνη είναι ένα απαραίτητο αμινοξύ που σημαίνει ότι ο άνθρωπος πρέπει να το παίρνει από τη διατροφή. Αν όμως η φαινυλαλανίνη βρεθεί σε υψηλή συγκέντρωση μέσα στο σώμα γίνεται τοξική για τα νεύρα προκαλώντας διανοητική καθυστέρηση. Όταν κάποιος καταναλώσει αρκετή ασπαρτάμη τα επίπεδα της φαινυλαλανίνης μπορεί να ανέβουν ξαφνικά στο αίμα του πέντε φορές πάνω από το κανονικό διαταράσσοντας την ισορροπία των νευροδιαβιβαστών. Ο αμερικανός βιοχημικός Χάρολντ Γουάισμαν [Harold Waisman] τάϊσε το 1969 βρέφη μαϊμούδων με γάλα που περιείχε ασπαρτάμη και παρατήρησε ότι εκδήλωσαν επιληπτικές κρίσεις.
Φόβοι δημιουργήθηκαν και για το ασπαρτικό οξύ που επίσης είναι ένα αμινοξύ. Σε υψηλές συγκεντρώσεις είναι κι αυτό τοξικό για τα νεύρα. Ο νευροπαθολόγος Τζων Όλνεϋ [John Olney] κάνοντας έρευνες για το ασπαρτικό οξύ το 1971 βρήκε ότι κάνει ζημιά στον εγκέφαλο των νεογέννητων ποντικιών. Μετά από αυτό, ο Όλνεϋ προσπάθησε να μπλοκάρει την έγκριση της ασπαρτάμης από τον FDA κι έτσι άρχισε η δημόσια συζήτηση γύρω από την ουσία. Οι επιστημονικές απόψεις για το ρόλο του ασπαρτικού οξέος είναι διχασμένες. Το ασπαρτικό οξύ δεν ανεβαίνει σε πολύ υψηλά επίπεδα στους ενήλικες, ωστόσο μπορεί να υπάρχουν δυσμενείς επιπτώσεις στα μικρά παιδιά που εγκέφαλός τους είναι πιο ευαίσθητος.
Τα πράγματα φαίνονται ακόμα χειρότερα για τη μεθανόλη. Η ουσία αυτή μεταβολίζεται γρήγορα σε φορμαλδεϋδη μέσα στο σώμα και το δηλητηριάζει. Ωστόσο η μεθανόλη αποτελεί το 10% του μοριακού βάρους της ασπαρτάμης, μια ποσότητα που θεωρείται μικρή. Επιπλέον, η μεθανόλη υπάρχει εκ φύσεως και σε άλλα τρόφιμα όπως είναι οι φυσικοί χυμοί και τα αλκοολούχα ποτά. Όμως ορισμένοι επιστήμονες λένε ότι οι φυσικές τροφές έχουν συγχρόνως προστατευτικές ουσίες που λειτουργούν ως αντίδοτο, για παράδειγμα η αιθανόλη μπλοκάρει τη μετατροπή της μεθανόλης σε φορμαλδεΰδη, ενώ στα προϊόντα τύπου λάϊτ που προστίθεται η ασπαρτάμη δεν υπάρχουν τέτοιοι προστατευτικοί παράγοντες.
Καθώς υπήρχε σκεπτικισμός, η αίτηση της Searle για έγκριση της ασπαρτάμης απορρίφθηκε από τον FDA. Μάλιστα από ορισμένες ανακρίβειες που υπήρχαν στις προσκομιζόμενες μελέτες της εταιρείας, ο FDA υποψιάστηκε παραποιήσεις στοιχείων και το 1977 έστειλε μια επιστολή στο Υπουργείο Δικαιοσύνης [U.S. Attorney’s office] να ερευνήσει για «..συγκάλυψη στοιχείων και για διατύπωση αναληθών δηλώσεων σχετικά με αναφορές σε μελέτες ζώων...»[2]. Υπέδειξε μάλιστα ως πιο κατάλληλο πρόσωπο για την διεξαγωγή της έρευνας τον Σάμουελ Σκίννερ [Samuel Skinner], εισαγγελέα των ΗΠΑ στην περιοχή του Βορείου Ιλλινόις [the United States attorney for the Northern District of Illinois] όπου ήταν η έδρα της Searle. Όμως αυτή η έρευνα δεν έγινε ποτέ. Ο Σκίννερ έφυγε από το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης και προσελήφθη στη νομική εταιρεία Sidley & Austin που εκπροσωπούσε την Searle ενώ μετά από μερικά χρόνια, θα γινόταν υπουργός μεταφορών της κυβέρνησης Τζώρτζ Μπους [George Bush] του πρεσβύτερου. Ο Σκίννερ, όπως και πολλοί άλλοι αμερικανοί πολιτικοί ήταν συγχρόνως και μπίζνεσμαν. Μεταξύ άλλων είχε εργαστεί στην ΙΒΜ που του είχε απονείμει το τίτλο του «εξέχοντα πωλητή» το 1975.
Το 1977, τη χρονιά που ο FDA έδωσε την εντολή να γίνει έρευνα για τυχόν παραποίηση στοιχείων από τη Searle, ανέλαβε επικεφαλής της εταιρείας ένας άλλος πολιτικός-μπίζνεσμαν, ο Ντόναλντ Ράμσφελντ [Donald Rumsfeld]. Ο Ράμσφελντ διετέλεσε υπουργός άμυνας της κυβέρνησης Τζέραλντ Φορντ [Gerald Ford] από το 1975 μέχρι το 1977 και της κυβέρνησης Τζώρτζ Μπους του νεότερου, από το 2001 μέχρι το 2006. Διεύθυνε τη Searle μέχρι το 1985 και επί προεδρίας Ρόναλντ Ρέϊγκαν [Ronald Reagan] έγινε ειδικός απεσταλμένος στη Μέση Ανατολή. Η κυβέρνηση Ρέϊγκαν διόρισε το 1981 στο τιμόνι του FDA ένα φίλο του Ράμσφελντ, τον Άρθουρ Χάϊες [Arthur Hayes]. Αμέσως, ο Χάϊες συγκρότησε μια πενταμελή επιτροπή για να εξετάσει το θέμα της ασπαρτάμης αλλά σύντομα φάνηκε ότι δεν θα μπορούσε να δοθεί η έγκριση. Ο Χάϊες πρόσθεσε ένα μέλος στην επιτροπή και ψηφίζοντας ο ίδιος ενέκρινε την ασπαρτάμη για τις στερεές τροφές με 4 ψήφους υπέρ και 3 κατά. Μετά από δύο χρόνια, ο Χάϊες παραιτήθηκε από το δημόσιο πόστο και ακολούθησε ιδιωτική καριέρα. Προσελήφθη στην εταιρεία Burston-Marsteller που έκανε τις δημόσιες σχέσεις της Searle και κατέλαβε διάφορες θέσεις στη φαρμακευτική βιομηχανία.
Το 1983, ο FDA ενέκρινε την ασπαρτάμη για τα ανθρακούχα αναψυκτικά και το 1993 για τα υπόλοιπα αναψυκτικά, τα αρτοποιήματα και τα ζαχαροπλαστικά εδέσματα. Τελικά, το 1996 αποσύρθηκε κάθε περιορισμός και επιτράπηκε η χρήση της σ’ όλα τα τρόφιμα. Σήμερα πιστεύεται ότι η ασπαρτάμη χρησιμοποιείται σε πάνω από 6.000 τρόφιμα και κυρίως στα αναψυκτικά, τη ζεστή σοκολάτα, τις τσίχλες, τα ζαχαρωτά και τα χάπια.
Η επιστημονική αντιπαράθεση
Ο θόρυβος γύρω από την ασπαρτάμη δεν έπαψε ποτέ. Ορισμένοι επιδημιολόγοι έλεγαν ότι οι όγκοι στον εγκέφαλο ακολουθούν από το 1981 αυξητική πορεία και αυτό μπορεί να οφείλεται στην κατανάλωση της ασπαρτάμης. Το 1995, ο επικεφαλής του τμήματος επιδημιολογίας του FDA, Τόμας Γουίλκοξ [Thomas Wilcox] ανέφερε ότι το 75% των διατροφικών παραπόνων που είχαν διατυπώσει οι καταναλωτές για δυσμενή συμπτώματα το διάστημα 1981-1995 αφορούσαν την ασπαρτάμη. Ωστόσο, οι επίσημοι οργανισμοί υγείας θεωρούσαν πάντα την ουσία ασφαλή. Η Searle είχε κάνει μελέτες για ενδεχόμενο καρκίνο σε ποντίκια και είχε βρει ότι η ουσία ήταν ασφαλής. Όμως τα πειραματόζωα είχαν θυσιαστεί σε ηλικία που αντιστοιχεί στα 53 ανθρώπινα χρόνια ενώ το 75% των καρκίνων εμφανίζεται αργότερα.
Τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν άσχημο δρόμο για την ασπαρτάμη το 2005 όταν δημοσιεύτηκε μια εφτάχρονη μελέτη ανάμεσα σε 1.900 αρουραίους από το Ευρωπαϊκό Ιδρυμα Ραματζίνι Ογκολογία και Περιβαλλοντικών Επιστημών [European Ramazzini Foundation of Oncology and Environmental Sciences] που εδρεύει στην Μπολώνια της Ιταλίας. Το ίδρυμα αυτό χρηματοδοτείται από ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και θεωρείται αξιόπιστο ενώ στο παρελθόν είχε βρει δύο καρκινογόνες ουσίες που απαγορεύτηκαν.
Η μελέτη βρήκε ότι η ασπαρτάμη ήταν καρκινογόνα και ο επιστημονικός διευθυντής του ιδρύματος Μοράντο Σοφφρίττι [Morando Soffritti] δήλωσε: «Αν κάτι είναι καρκινογόνο στα ζώα, τότε δεν πρέπει να προστίθεται στο φαγητό ειδικά όταν υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι που πρόκειται να το καταναλώσουν»[3]. Στη συνέχεια, στη Βρετανία ένας βουλευτής ζήτησε να απαγορευτεί η ασπαρτάμη και το θέμα έγινε πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες. Το 2006, η εφημερίδα New York Times και άλλα έντυπα δημοσίευσαν αρκετά στοιχεία για το ιστορικό της έγκρισης της ασπαρτάμης.
Επίσημη απάντηση στη μελέτη του Ιδρύματος Ραματζίνι υπήρξε μετά από ένα χρόνο. Τον Μάϊο του 2006, η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων [European Food Safety Authority's] εξέδωσε μια ανακοίνωση 40 σελίδων καταλήγοντας ότι οι αυξημένες λευχαιμίες που παρατηρήθηκαν στα ποντίκια δεν έχουν σχέση με την ασπαρτάμη ενώ οι αυξημένοι καρκίνοι στο συκώτι δεν αφορούν τον άνθρωπο. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο FDA είπε ότι η ιταλική μελέτη είχε ελαττώματα διότι κάποια ποντίκια υπέφεραν από μολύνσεις και πιθανόν αυτό να επηρέασε το αποτέλεσμα
Το Ίδρυμα Ραματζίνι επέμενε στο αποτέλεσμά του λέγοντας ότι βρήκε 16% αύξηση των κρουσμάτων ορισμένων καρκίνων στα ποντικών που κατανάλωναν την ασπαρτάμη. Εντωμεταξύ ορισμένα μέλη της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων κατηγορήθηκαν για οικονομικές σχέσεις με τη βιομηχανία. Η πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής εργαζόταν για το International Life Sciences Institute που χρηματοδοτείται από εταιρείες που παράγουν ή χρησιμοποιούν την ασπαρτάμη. Τελικά το Ίδρυμα Ραματζίνι διεξήγαγε μια δεύτερη μελέτη που επιβεβαίωσε την πρώτη και είναι διαθέσιμη στο κοινό από τις 13 Ιουνίου του 2007.
Τελικά ποιος είναι ο ρόλος της ασπαρτάμης; Επισήμως η ουσία είναι ασφαλής αλλά οι υποψίες όλο και μεγαλώνουν. Ως γνωστόν, στα διατροφικά θέματα οι μελέτες μπορούν εύκολα να καταλήξουν σε αντικρουόμενα συμπεράσματα. Όμως ορισμένοι πιστεύουν ότι η βιομηχανία δεν ενδιαφέρεται για την επιστημονική αλήθεια. Για παράδειγμα αμερικανός καθηγητής ψυχιατρικής Ράλφ Γουώλτον [Ralph Walton] που μελετούσε την ασπαρτάμη από νευρολογικής πλευράς, βρήκε ότι από τα 166 επιστημονικά άρθρα που δημοσιεύτηκαν το διάστημα 1980 - 1985, τα 75 είχαν χρηματοδοτηθεί από τη βιομηχανία και όλα κατέληγαν ότι η ουσία ήταν ασφαλής. Από τα υπόλοιπα 92 άρθρα, τα 84 έβρισκαν δυσμενείς επιπτώσεις. Είναι σαφές ότι αυτός που χρηματοδοτεί μια έρευνα έχει τον τρόπο να επιβάλλει την άποψή του. Πολλά στοιχεία σήμερα δείχνουν ότι η ιατρική έρευνα προσφέρεται για ενοικίαση και οι καταναλωτές θα πρέπει να εμπιστεύονται μόνο τους ανεξάρτητους ερευνητές.
[1] Soffritti Μ, Belpoggi F, Tibaldi E, Esposti DD, Lauriola M: Lifespan Exposure to Low Doses of Aspartame Beginning During Prenatal Life Increases Cancer Effects in Rats. Environ Health Perspect doi:10.1289/ehp.10271 available via http://dx.doi.org/ [Online 13 June 2007]. «On the basis of the present findings, we believe that a review of the current regulations governing the use of aspartame cannot be delayed. This review is particularly urgent with regard to aspartame-containing beverages, heavily consumed by children».
[2] The Lowdown on Sweet? (Ramazzini Foundation, M Soffritti proof that aspartame causes cancers), Melanie Warner, The New York Times, Feb. 12 2006. «...for concealing material facts and making false statements in reports of animal studies...»
[3] The New York Times, Not so sweet anymore: Aspartame under fire. Βy Melanie Warner, Feb. 12 2006. «If something is a carcinogen in animals, then it should not be added to food, especially if there are so many people that are going to be consuming it».
Η ασπαρτάμη έχει γίνει αντικείμενο έντονης διαμάχης τα τελευταία χρόνια σχετικά με την ασφάλειά της και τον τρόπο που εγκρίθηκε ως πρόσθετο τροφίμων. Επισήμως θεωρείται ασφαλής αλλά η ανησυχία ολοένα και μεγαλώνει. Αν κάποιος θέλει να βγάλει το δικό του συμπέρασμα θα πρέπει να παρακολουθήσει το απίθανο ιστορικό των συμπτώσεων γύρω από την έγκρισή της.
Το ιστορικό μιας διαπλοκής
Η ασπαρτάμη ανακαλύφθηκε τυχαία το 1965 από την αμερικανική φαρμακευτική εταιρεία Searle όταν διεξήγαγε έρευνες για ένα φάρμακο που αφορούσε το έλκος. Η ουσία ήταν 180 φορές πιο γλυκιά από τη ζάχαρη και η Searle προσπάθησε να πάρει την έγκριση της Αμερικανικής Υπηρεσίας Φαρμάκων και Τροφίμων (FDA, Food and Drug Administration) προκειμένου να την κυκλοφορήσει στην αγορά ως γλυκαντικό των τροφίμων.
Η Searle υπέβαλλε την πρώτη αίτησή της για έγκριση το 1973 προσκομίζοντας μελέτες που η ίδια είχε κάνει και έδειχναν ότι η ασπαρτάμη ήταν ασφαλής. Ωστόσο διατυπώθηκαν ορισμένες επιστημονικές αντιρρήσεις. Σε θερμοκρασία άνω των 30 βαθμών Κελσίου, όπως επικρατεί μέσα στο σώμα, η ασπαρτάμη διασπάται σε φαινυλαλανίνη, ασπαρτικό οξύ και μεθανόλη. Ένα μόριο ασπαρτάμης παρέχει ένα μόριο κάθε μιας από αυτές τις τρεις ουσίες.
Η φαινυλαλανίνη είναι ένα απαραίτητο αμινοξύ που σημαίνει ότι ο άνθρωπος πρέπει να το παίρνει από τη διατροφή. Αν όμως η φαινυλαλανίνη βρεθεί σε υψηλή συγκέντρωση μέσα στο σώμα γίνεται τοξική για τα νεύρα προκαλώντας διανοητική καθυστέρηση. Όταν κάποιος καταναλώσει αρκετή ασπαρτάμη τα επίπεδα της φαινυλαλανίνης μπορεί να ανέβουν ξαφνικά στο αίμα του πέντε φορές πάνω από το κανονικό διαταράσσοντας την ισορροπία των νευροδιαβιβαστών. Ο αμερικανός βιοχημικός Χάρολντ Γουάισμαν [Harold Waisman] τάϊσε το 1969 βρέφη μαϊμούδων με γάλα που περιείχε ασπαρτάμη και παρατήρησε ότι εκδήλωσαν επιληπτικές κρίσεις.
Φόβοι δημιουργήθηκαν και για το ασπαρτικό οξύ που επίσης είναι ένα αμινοξύ. Σε υψηλές συγκεντρώσεις είναι κι αυτό τοξικό για τα νεύρα. Ο νευροπαθολόγος Τζων Όλνεϋ [John Olney] κάνοντας έρευνες για το ασπαρτικό οξύ το 1971 βρήκε ότι κάνει ζημιά στον εγκέφαλο των νεογέννητων ποντικιών. Μετά από αυτό, ο Όλνεϋ προσπάθησε να μπλοκάρει την έγκριση της ασπαρτάμης από τον FDA κι έτσι άρχισε η δημόσια συζήτηση γύρω από την ουσία. Οι επιστημονικές απόψεις για το ρόλο του ασπαρτικού οξέος είναι διχασμένες. Το ασπαρτικό οξύ δεν ανεβαίνει σε πολύ υψηλά επίπεδα στους ενήλικες, ωστόσο μπορεί να υπάρχουν δυσμενείς επιπτώσεις στα μικρά παιδιά που εγκέφαλός τους είναι πιο ευαίσθητος.
Τα πράγματα φαίνονται ακόμα χειρότερα για τη μεθανόλη. Η ουσία αυτή μεταβολίζεται γρήγορα σε φορμαλδεϋδη μέσα στο σώμα και το δηλητηριάζει. Ωστόσο η μεθανόλη αποτελεί το 10% του μοριακού βάρους της ασπαρτάμης, μια ποσότητα που θεωρείται μικρή. Επιπλέον, η μεθανόλη υπάρχει εκ φύσεως και σε άλλα τρόφιμα όπως είναι οι φυσικοί χυμοί και τα αλκοολούχα ποτά. Όμως ορισμένοι επιστήμονες λένε ότι οι φυσικές τροφές έχουν συγχρόνως προστατευτικές ουσίες που λειτουργούν ως αντίδοτο, για παράδειγμα η αιθανόλη μπλοκάρει τη μετατροπή της μεθανόλης σε φορμαλδεΰδη, ενώ στα προϊόντα τύπου λάϊτ που προστίθεται η ασπαρτάμη δεν υπάρχουν τέτοιοι προστατευτικοί παράγοντες.
Καθώς υπήρχε σκεπτικισμός, η αίτηση της Searle για έγκριση της ασπαρτάμης απορρίφθηκε από τον FDA. Μάλιστα από ορισμένες ανακρίβειες που υπήρχαν στις προσκομιζόμενες μελέτες της εταιρείας, ο FDA υποψιάστηκε παραποιήσεις στοιχείων και το 1977 έστειλε μια επιστολή στο Υπουργείο Δικαιοσύνης [U.S. Attorney’s office] να ερευνήσει για «..συγκάλυψη στοιχείων και για διατύπωση αναληθών δηλώσεων σχετικά με αναφορές σε μελέτες ζώων...»[2]. Υπέδειξε μάλιστα ως πιο κατάλληλο πρόσωπο για την διεξαγωγή της έρευνας τον Σάμουελ Σκίννερ [Samuel Skinner], εισαγγελέα των ΗΠΑ στην περιοχή του Βορείου Ιλλινόις [the United States attorney for the Northern District of Illinois] όπου ήταν η έδρα της Searle. Όμως αυτή η έρευνα δεν έγινε ποτέ. Ο Σκίννερ έφυγε από το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης και προσελήφθη στη νομική εταιρεία Sidley & Austin που εκπροσωπούσε την Searle ενώ μετά από μερικά χρόνια, θα γινόταν υπουργός μεταφορών της κυβέρνησης Τζώρτζ Μπους [George Bush] του πρεσβύτερου. Ο Σκίννερ, όπως και πολλοί άλλοι αμερικανοί πολιτικοί ήταν συγχρόνως και μπίζνεσμαν. Μεταξύ άλλων είχε εργαστεί στην ΙΒΜ που του είχε απονείμει το τίτλο του «εξέχοντα πωλητή» το 1975.
Το 1977, τη χρονιά που ο FDA έδωσε την εντολή να γίνει έρευνα για τυχόν παραποίηση στοιχείων από τη Searle, ανέλαβε επικεφαλής της εταιρείας ένας άλλος πολιτικός-μπίζνεσμαν, ο Ντόναλντ Ράμσφελντ [Donald Rumsfeld]. Ο Ράμσφελντ διετέλεσε υπουργός άμυνας της κυβέρνησης Τζέραλντ Φορντ [Gerald Ford] από το 1975 μέχρι το 1977 και της κυβέρνησης Τζώρτζ Μπους του νεότερου, από το 2001 μέχρι το 2006. Διεύθυνε τη Searle μέχρι το 1985 και επί προεδρίας Ρόναλντ Ρέϊγκαν [Ronald Reagan] έγινε ειδικός απεσταλμένος στη Μέση Ανατολή. Η κυβέρνηση Ρέϊγκαν διόρισε το 1981 στο τιμόνι του FDA ένα φίλο του Ράμσφελντ, τον Άρθουρ Χάϊες [Arthur Hayes]. Αμέσως, ο Χάϊες συγκρότησε μια πενταμελή επιτροπή για να εξετάσει το θέμα της ασπαρτάμης αλλά σύντομα φάνηκε ότι δεν θα μπορούσε να δοθεί η έγκριση. Ο Χάϊες πρόσθεσε ένα μέλος στην επιτροπή και ψηφίζοντας ο ίδιος ενέκρινε την ασπαρτάμη για τις στερεές τροφές με 4 ψήφους υπέρ και 3 κατά. Μετά από δύο χρόνια, ο Χάϊες παραιτήθηκε από το δημόσιο πόστο και ακολούθησε ιδιωτική καριέρα. Προσελήφθη στην εταιρεία Burston-Marsteller που έκανε τις δημόσιες σχέσεις της Searle και κατέλαβε διάφορες θέσεις στη φαρμακευτική βιομηχανία.
Το 1983, ο FDA ενέκρινε την ασπαρτάμη για τα ανθρακούχα αναψυκτικά και το 1993 για τα υπόλοιπα αναψυκτικά, τα αρτοποιήματα και τα ζαχαροπλαστικά εδέσματα. Τελικά, το 1996 αποσύρθηκε κάθε περιορισμός και επιτράπηκε η χρήση της σ’ όλα τα τρόφιμα. Σήμερα πιστεύεται ότι η ασπαρτάμη χρησιμοποιείται σε πάνω από 6.000 τρόφιμα και κυρίως στα αναψυκτικά, τη ζεστή σοκολάτα, τις τσίχλες, τα ζαχαρωτά και τα χάπια.
Η επιστημονική αντιπαράθεση
Ο θόρυβος γύρω από την ασπαρτάμη δεν έπαψε ποτέ. Ορισμένοι επιδημιολόγοι έλεγαν ότι οι όγκοι στον εγκέφαλο ακολουθούν από το 1981 αυξητική πορεία και αυτό μπορεί να οφείλεται στην κατανάλωση της ασπαρτάμης. Το 1995, ο επικεφαλής του τμήματος επιδημιολογίας του FDA, Τόμας Γουίλκοξ [Thomas Wilcox] ανέφερε ότι το 75% των διατροφικών παραπόνων που είχαν διατυπώσει οι καταναλωτές για δυσμενή συμπτώματα το διάστημα 1981-1995 αφορούσαν την ασπαρτάμη. Ωστόσο, οι επίσημοι οργανισμοί υγείας θεωρούσαν πάντα την ουσία ασφαλή. Η Searle είχε κάνει μελέτες για ενδεχόμενο καρκίνο σε ποντίκια και είχε βρει ότι η ουσία ήταν ασφαλής. Όμως τα πειραματόζωα είχαν θυσιαστεί σε ηλικία που αντιστοιχεί στα 53 ανθρώπινα χρόνια ενώ το 75% των καρκίνων εμφανίζεται αργότερα.
Τα πράγματα άρχισαν να παίρνουν άσχημο δρόμο για την ασπαρτάμη το 2005 όταν δημοσιεύτηκε μια εφτάχρονη μελέτη ανάμεσα σε 1.900 αρουραίους από το Ευρωπαϊκό Ιδρυμα Ραματζίνι Ογκολογία και Περιβαλλοντικών Επιστημών [European Ramazzini Foundation of Oncology and Environmental Sciences] που εδρεύει στην Μπολώνια της Ιταλίας. Το ίδρυμα αυτό χρηματοδοτείται από ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και θεωρείται αξιόπιστο ενώ στο παρελθόν είχε βρει δύο καρκινογόνες ουσίες που απαγορεύτηκαν.
Η μελέτη βρήκε ότι η ασπαρτάμη ήταν καρκινογόνα και ο επιστημονικός διευθυντής του ιδρύματος Μοράντο Σοφφρίττι [Morando Soffritti] δήλωσε: «Αν κάτι είναι καρκινογόνο στα ζώα, τότε δεν πρέπει να προστίθεται στο φαγητό ειδικά όταν υπάρχουν τόσοι πολλοί άνθρωποι που πρόκειται να το καταναλώσουν»[3]. Στη συνέχεια, στη Βρετανία ένας βουλευτής ζήτησε να απαγορευτεί η ασπαρτάμη και το θέμα έγινε πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες. Το 2006, η εφημερίδα New York Times και άλλα έντυπα δημοσίευσαν αρκετά στοιχεία για το ιστορικό της έγκρισης της ασπαρτάμης.
Επίσημη απάντηση στη μελέτη του Ιδρύματος Ραματζίνι υπήρξε μετά από ένα χρόνο. Τον Μάϊο του 2006, η Ευρωπαϊκή Αρχή για την Ασφάλεια των Τροφίμων [European Food Safety Authority's] εξέδωσε μια ανακοίνωση 40 σελίδων καταλήγοντας ότι οι αυξημένες λευχαιμίες που παρατηρήθηκαν στα ποντίκια δεν έχουν σχέση με την ασπαρτάμη ενώ οι αυξημένοι καρκίνοι στο συκώτι δεν αφορούν τον άνθρωπο. Στο ίδιο μήκος κύματος, ο FDA είπε ότι η ιταλική μελέτη είχε ελαττώματα διότι κάποια ποντίκια υπέφεραν από μολύνσεις και πιθανόν αυτό να επηρέασε το αποτέλεσμα
Το Ίδρυμα Ραματζίνι επέμενε στο αποτέλεσμά του λέγοντας ότι βρήκε 16% αύξηση των κρουσμάτων ορισμένων καρκίνων στα ποντικών που κατανάλωναν την ασπαρτάμη. Εντωμεταξύ ορισμένα μέλη της Ευρωπαϊκής Αρχής για την Ασφάλεια των Τροφίμων κατηγορήθηκαν για οικονομικές σχέσεις με τη βιομηχανία. Η πρόεδρος της συμβουλευτικής επιτροπής εργαζόταν για το International Life Sciences Institute που χρηματοδοτείται από εταιρείες που παράγουν ή χρησιμοποιούν την ασπαρτάμη. Τελικά το Ίδρυμα Ραματζίνι διεξήγαγε μια δεύτερη μελέτη που επιβεβαίωσε την πρώτη και είναι διαθέσιμη στο κοινό από τις 13 Ιουνίου του 2007.
Τελικά ποιος είναι ο ρόλος της ασπαρτάμης; Επισήμως η ουσία είναι ασφαλής αλλά οι υποψίες όλο και μεγαλώνουν. Ως γνωστόν, στα διατροφικά θέματα οι μελέτες μπορούν εύκολα να καταλήξουν σε αντικρουόμενα συμπεράσματα. Όμως ορισμένοι πιστεύουν ότι η βιομηχανία δεν ενδιαφέρεται για την επιστημονική αλήθεια. Για παράδειγμα αμερικανός καθηγητής ψυχιατρικής Ράλφ Γουώλτον [Ralph Walton] που μελετούσε την ασπαρτάμη από νευρολογικής πλευράς, βρήκε ότι από τα 166 επιστημονικά άρθρα που δημοσιεύτηκαν το διάστημα 1980 - 1985, τα 75 είχαν χρηματοδοτηθεί από τη βιομηχανία και όλα κατέληγαν ότι η ουσία ήταν ασφαλής. Από τα υπόλοιπα 92 άρθρα, τα 84 έβρισκαν δυσμενείς επιπτώσεις. Είναι σαφές ότι αυτός που χρηματοδοτεί μια έρευνα έχει τον τρόπο να επιβάλλει την άποψή του. Πολλά στοιχεία σήμερα δείχνουν ότι η ιατρική έρευνα προσφέρεται για ενοικίαση και οι καταναλωτές θα πρέπει να εμπιστεύονται μόνο τους ανεξάρτητους ερευνητές.
[1] Soffritti Μ, Belpoggi F, Tibaldi E, Esposti DD, Lauriola M: Lifespan Exposure to Low Doses of Aspartame Beginning During Prenatal Life Increases Cancer Effects in Rats. Environ Health Perspect doi:10.1289/ehp.10271 available via http://dx.doi.org/ [Online 13 June 2007]. «On the basis of the present findings, we believe that a review of the current regulations governing the use of aspartame cannot be delayed. This review is particularly urgent with regard to aspartame-containing beverages, heavily consumed by children».
[2] The Lowdown on Sweet? (Ramazzini Foundation, M Soffritti proof that aspartame causes cancers), Melanie Warner, The New York Times, Feb. 12 2006. «...for concealing material facts and making false statements in reports of animal studies...»
[3] The New York Times, Not so sweet anymore: Aspartame under fire. Βy Melanie Warner, Feb. 12 2006. «If something is a carcinogen in animals, then it should not be added to food, especially if there are so many people that are going to be consuming it».